λεπτόγραφος

λεπτόγραφος
-η, -ο (Α λεπτόγραφος, -ον)
λεπτόγραμμος
αρχ.
αυτός που έχει γραφεί προσεγμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)-* + -γραφος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτογράφος — ο αυτός που έχει λεπτή γραφή, αυτός που γράφει με ψιλά γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + γράφος*. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόγραφον — λεπτόγραφος masc/fem acc sg λεπτόγραφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτογράφοις — λεπτόγραφος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • λεπτογράφω — και λεπτογραφώ (Μ λεπτογράφω και λεπτογραφῶ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λεπτογραμμένος, η, ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος με λεπτές γραμμές μσν. γράφω λεπτομερώς, εν εκτάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + γράφω. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτογραφία — η [λεπτογράφος] 1. γραφή με πολύ λεπτά γράμματα, λεπτή γραφή 2. η τέχνη να γράφει κάποιος με πολύ λεπτά γράμματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”